κλιμακτηρικόν

κλιμακτηρικόν
κλιμακτηρικός
climacterical
masc/fem acc sg
κλιμακτηρικός
climacterical
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλιμακτηρικός — ή, ό (Α κλιμακτηρικός, ή, όν) [κλιμακτήρ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα 2. αυτός που φέρνει στη ζωή αλλαγή φυσιολογικής κατάστασης, κρίσιμος, επικίνδυνος («κλιμακτηρικὴ ὑπάντησις», Πτολ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακτηρική περίοδος» η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”